- ἀκαμαντόπους
- ἀκᾰμαντό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,A untiring of foot,
ἵππος Id.O.3.3
; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵππος Id.O.3.3
; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] … Dictionary of Greek
ἀκαμαντόποδα — ἀκαμαντόπους untiring of foot neut nom/voc/acc pl ἀκαμαντόπους untiring of foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμαντοπόδων — ἀκαμαντόπους untiring of foot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμαντόποδος — ἀκαμαντόπους untiring of foot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
ακαμαντοπόδας — ἀκαμαντοπόδας, ο (Μ) 1. ο ακαμαντόπους* 2. αυτός που τρέχει διαρκώς, ασταμάτητα «ἀκαμαντοπόδας χρόνος» (Συνέσ. V 9, 52). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek